- Αγία Τράπεζα
- Βλ. λ. βωμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
προσκομιδή — η, ΝΜΑ [προσκομίζω] 1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή 2. προσφορά 3. αυτό που προσκομίζεται 4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία,… … Dictionary of Greek
θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek